αντίθετος

αντίθετος
-η, -ο (Α ἀντίθετος, -ον)
αυτός που βρίσκεται σε αντίθεση με κάποιον ή κάτι άλλο
νεοελλ.
1. αυτός που είναι τοποθετημένος αντίθετα προς κάποιον ή κάτι άλλο
2. ο αντιτιθέμενος σε κάτι ή κάποιον, εκείνος που έχει διαφορετική άποψη
3. ο αντίπαλος
4. φρ. οι αντίθετοι
οι πολιτικοί αντίπαλοι
5. (για πράγματα) ανάποδος, αντίστροφος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το ἀντίθετον
η αντίθεση (ως ρητορικό σχήμα).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀντίθετος — opposed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντίθετος — η, ο επίρρ. α αυτός που βρίσκεται στην απέναντι θέση, αντίπαλος: Οι δυο τους είχαν αντίθετα οικονομικά συμφέροντα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀντιθέτως — ἀντίθετος opposed adverbial ἀντίθετος opposed masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιθέτοιν — ἀντίθετος opposed masc/fem/neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιθέτοις — ἀντίθετος opposed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιθέτοισι — ἀντίθετος opposed masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιθέτοισιν — ἀντίθετος opposed masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιθέτου — ἀντίθετος opposed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιθέτους — ἀντίθετος opposed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιθέτῳ — ἀντίθετος opposed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”